Η θεραπευτική σχέση αποτελεί τη βάση στην οποία θεσπίζεται το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, έτσι ώστε να υλοποιηθεί το θεραπευτικό πρόγραμμα. Επίσης, αποτελεί ένα ασφαλές πλαίσιο, ώστε να συζητηθούν τα «ευαίσθητα» θέματα του πελάτη. Αναφέρεται στη σχέση που αναπτύσσεται ανάµεσα στο θεραπευτή και το θεραπευόµενο από την πρώτη στιγµή της συνεργασίας τους (Σταλίκας, 2004).
Προϋποθέσεις ανάπτυξης της θεραπευτικής σχέσης
Η καλή θεραπευτική σχέση συνιστά «αναγκαία» αλλά όχι «ικανή» συνθήκη για την επίτευξη του θεραπευτικού αποτελέσματος ( Beck et al., 1979). Κατά καιρούς, πολλοί ερευνητές προσπάθησαν να αριθμήσουν τα βασικά χαρακτηριστικά μια επιτυχημένης θεραπευτικής σχέσης. Η δημιουργία κατάλληλης θεραπευτικής σχέσεις εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως είναι οι ικανότητες του θεραπευτή, η φύση των προβλημάτων του θεραπευόμενου καθώς και οι πεποιθήσεις του τελευταίου σχετικά με τις διαπροσωπικές σχέσεις. Ως βασικά συστατικά μια επιτυχημένης θεραπευτικής σχέσης αναγνωρίζονται:
1)η ζεστασιά,
2) η ενσυναίσθηση,
3) η γνησιότητα (Beck et al.,1979).
Σε αντίθεση µε άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, η γνωστική θεραπεία θεωρεί µεν αναγκαία αυτά τα χαρακτηριστικά της σχέσης αλλά όχι και επαρκή για την επίτευξη του βέλτιστου θεραπευτικού αποτελέσµατος.
Στην αρχή της θεραπείας είναι συνήθως απαραίτητα περισσότερα δείγµατα ζεστασιάς και ενδιαφέροντος. Στην πορεία, όµως, και εφόσον η θεραπευτική σχέση είναι καλή, ο θεραπευόµενος έχει αποκτήσει εµπιστοσύνη στο θεραπευτή, έχει πειστεί για το ενδιαφέρον του και δε χρειάζεται πλέον συνεχείς αποδείξεις. Η έννοια της ζεστασιάς αναφέρεται σε μια ένθερμη και εγκάρδια στάση του θεραπευτή να ενδιαφερθεί για το πρόβλημα του θεραπευόμενου του.
Η ενσυναίσθηση αποτελεί τη σύνδεση μεταξύ θεραπευτή και πελάτη. Αναφέρεται στην διάθεση του θεραπευτή να κατανοήσει νοητικά και συναισθηματικά την εμπειρία και την πραγματικότητα που βιώνει ο πελάτης του μέσα από τη «ματιά» του πελάτη, χωρίς να παραβλέπει το γεγονός ότι δεν είναι στη θέση του πελάτη. Με άλλα λόγια, ο θεραπευτής οφείλει να διαθέτει «ενσυναισθητική ακρόαση» και να δίνει το σήμα του ότι ακούει και καθρεφτίζει αυτό που κατάλαβε.
Η γνησιότητα θεωρείται βασικό στοιχείο όλων των ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων. Αναφέρεται στην ικανότητα του θεραπευτή να είναι ειλικρινής και άµεσος τόσο απέναντι στον εαυτό του όσο και απέναντι στο θεραπευόµενο. Σχετίζεται με την αναγνώριση, την αποδοχή και την έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων του , εντός των ορίων του ρόλου του. Σημαίνει προσαρμοστικότητα, ευελιξία και όχι τυποποίηση ή ωμότητα.
Συστατικά της θεραπευτικής σχέσης
Ο άνθρωπος που έδωσε τον όρο της θεραπευτικής συµµαχίας και συνέβαλε αποφασιστικά στη διάδοσή του ήταν ο Edward S. Bordin, ο οποίος υποστήριξε ότι η θεραπευτική συµµαχία αντιπροσωπεύει την αρµονική συνεργασία θεραπυτή και θεραπευόµενου µε σκοπό την ανακούφιση του τελευταίου (Bordin, 1976). Η επίτευξη των στόχων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κοινή συνεργασία των δύο συμμετεχόντων της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας Ως έννοια, η θεραπευτική συµµαχία περιλαµβάνει, τρεις παράγοντες:
α) το δεσµό: ο βαθμός εμπιστοσύνης, εκτίμησης και δέσμευσης,
β) τους στόχους: η συμφωνία για τους θεραπευτικούς στόχους,
γ) τις θεραπευτικές δραστηριότητες: στρατηγικές για την επίτευξη των στόχων. Βάσει ερευνητικών αποτελεσμάτων, φαίνεται ότι, τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά συνδέονται περισσότερο με την έκβαση του θεραπευτικού αποτελέσματος.
Θεραπευτική συμμαχία
Η θεραπευτική συµµαχία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της θεραπευτικής σχέσης. Πρόκειται για ένα είδος συµµαχίας/συνεργασίας που αναπτύσσεται ανάµεσα στο θεραπευτή και το θεραπευόµενο µε σκοπό την αντιµετώπιση του προβλήµατος του τελευταίου (Σταλίκας, 2004),
Είναι η εξέλιξη της θεραπευτικής σχέσης, εφόσον έχει εγκαθιδρυθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των δυο ατόμων και μαζί συνεργάζονται για την εύρεση κατάλληλης θεραπευτικής αντιμετώπισης των προβλημάτων του πελάτη. Χαρακτηρίζεται από συναισθηματικό δέσιμο, καθώς ενισχύει θετικά το δρόμο προς την αλλαγή και την αυτό-βελτίωση του ατόμου. Ο θεραπευτής, σε αυτό το «στάδιο» προωθεί αποτελεσματικές συμπεριφορές προς μίμηση και είναι έτοιμος να αναγνωρίζει και να ερμηνεύει πιθανές συμπεριφορές του πελάτη οι οποίες εμφανίζονται ως αντίθετες στην αλλαγή του (αντίσταση). Με άλλα λόγια, ο θεραπευόμενος έχει κατανοήσει τη θεραπευτική διαδικασία και αισθάνεται ασφαλής και έτοιμος να συνεργαστεί με τον θεραπευτή του.
Συμπερασματικά, η θεραπευτική σχέση είναι μια σχέση εμπιστοσύνης και αποδοχής. Είναι καθήκον του θεραπευτή να δημιουργεί ένα κλίμα ασφάλειας και σεβασμού, ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ο θεραπευόμενος θα μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα, χωρίς να νιώθει ότι κάποιος τον κρίνει για όσα πράττει ή σκέφτεται. Αυτή η άνευ όρων αποδοχή του θεραπευόμενου είναι από μόνη της θεραπευτική, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν εμπειρίες απόρριψης που έχουν καθορίσει τη ζωή και τις επιλογές τους.
Με άλλα λόγια, είναι μια σχέση συμμαχίας απέναντι στο πρόβλημα, απέναντι στο σύμπτωμα του πελάτη. Είναι απαραίτητη η ενσυναίσθηση και η άνευ όρων αποδοχή, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να διατηρηθεί και η απαραίτητη ουδετερότητα. Δεν πρέπει ο θεραπευτής να εμπλακεί συναισθηματικά στο πρόβλημα του πελάτη του, διότι όσο πιο πολύ εμπλέκεται τόσο πιο δύσκολο είναι να βοηθήσει. Δείχνει αυθεντικό ενδιαφέρον και σεβασμό χωρίς όμως να κάνει το πρόβλημα του πελάτη του δικό του.
Η θεραπευτική σχέση έχει συγκεκριμένα όρια μέσα στα οποία κινείται. Για ακόμα μια φορά ο στόχος είναι η παροχή βοήθειας. Τα όρια αυτά εξασφαλίζουν τις κατάλληλες συνθήκες για να επιτευχθεί αυτή η βοήθεια. Χωρίς αυτά, το πιο πιθανό είναι ότι η θεραπεία θα αποτύχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου